- αθρεψικός
- -ή, -ό [αθρεψία]1. ο σχετικός με την αθρεψία2. (και ως ουσ.) αυτός που πάσχει από αθρεψία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθρεψία — Νοσηρή κατάσταση, που εκδηλώνεται όταν το βρέφος δεν τρέφεται καλά και συνήθως μετά από πεπτικές διαταραχές. Οι διαταραχές αυτές προέρχονται από ακατάλληλη τροφή που προσφέρεται στο βρέφος, από αρρώστιες του πεπτικού σωλήνα ή από μολυσματικές… … Dictionary of Greek